Ο ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΔΕΝ ΛΥΓΙΣΕ
Υπάρχουν ιστορίες που γράφονται στα γήπεδα, κάτω από τα φώτα και τις ιαχές του πλήθους. Αλλά υπάρχουν ιστορίες που γράφονται στη σιωπή, πίσω από κάγκελα και συρματοπλέγματα , εκεί όπου η ελπίδα είναι πιο δύσκολη απ’ το γκολ. Μια ιστορία ξεχασμένη, μα βαθιά ανθρώπινη. Η ιστορία του Walter “Wattie” Campbell, του παίκτη της Έβερτον που δεν λύγισε ποτέ.
Πριν ο πόλεμος σκορπίσει τη σκιά του πάνω στην Ευρώπη, ο Campbell ήταν ένας Σκωτσέζος μέσος, γεννημένος το 1867. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια αλλά και με αγάπη για το παιχνίδι. Νέος ακόμη, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Bootle του Λίβερπουλ, σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο άρχιζε να ριζώνει στις εργατικές γειτονιές. Εκεί φόρεσε τη φανέλα μιας τοπικής ομάδας και γρήγορα ξεχώρισε για τη δύναμη και την αποφασιστικότητά του.
Το 1890 υπέγραψε στην Έβερτον, μία από τις πιο ισχυρές ομάδες της χώρας, και βρέθηκε να παίζει στο Anfield τότε έδρα της Έβερτον δίπλα στα πρώτα σπουδαία ονόματα της εποχής, όπως ο Fred Geary και ο Alex Latta. Έκανε ντεμπούτο απέναντι στη Γουέστ Μπρόμιτς και σκόραρε, συμβάλλοντας στην πορεία που χάρισε στους “μπλε” τον πρώτο τίτλο πρωταθλήματος στην ιστορία τους. Δεν έγινε ποτέ σταρ, αλλά ήταν από εκείνους τους ποδοσφαιριστές που δούλευαν σιωπηλά, που αγαπούσαν τη φανέλα όχι για το χειροκρότημα. Έναν χρόνο αργότερα, ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο έβαλε τέλος στην καριέρα του. Την ολοκλήρωσε με 17 συμμετοχές και 1 γκολ.
Έτσι, επέλεξε μια νέα ζωή στο Εμπορικό Ναυτικό και άρχισε να ανεβαίνει δυναμικά τις βαθμίδες. Τον Ιούνιο του 1914 η Ευρώπη έμοιαζε ήσυχη, μα τα τύμπανα του πολέμου είχαν ήδη αρχίσει να χτυπούν. Ο Campbell, πλέον Αρχιμηχανικός, έφυγε από το σπίτι του για να σαλπάρει από το Λίβερπουλ με το πλοίο SS Zealand. Δεν θα το έβλεπε ξανά για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος, το πλοίο του Campbell έδεσε στο γερμανικό λιμάνι του Αμβούργου. Το πλοίο κατασχέθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση και το πλήρωμά του οδηγήθηκε σε αιχμαλωσία.
Πέντε μήνες αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου 1914, ο Wattie πλέον αιχμάλωτος πολέμου μεταφέρθηκε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτών στο ιπποδρόμιο Ruhleben, στα περίχωρα του Βερολίνου. Ένα παλιό ιπποδρόμιο μετατράπηκε σε φυλακή. Λάσπη, παγωμένος αέρας, ξύλινες παράγκες και αγκαθωτά συρματοπλέγματα· αυτή ήταν η νέα του “έδρα”. Και όμως, εκεί, μέσα στο σκοτάδι, το ποδόσφαιρο άναψε ένα φως. Ο Campbell βρήκε εκεί μαζί με άλλους παλιούς ποδοσφαιριστές και ίδρυσαν τη Ruhleben Football Association. Έστησαν πρωτάθλημα, μοίρασαν ρόλους, κράτησαν πρόγραμμα κι έπαιζαν μπροστά σε χιλιάδες συγκρατούμενους που δίψαγαν για μια ανάσα ελευθερίας.
Ο Campbell φόρεσε ξανά τα παλιά του παπούτσια, με πρόχειρες ραφές , και για 90 λεπτά κάθε Κυριακή δεν ήταν αιχμάλωτος. Ήταν μπλε. Ήταν ποδοσφαιριστής της Έβερτον. Μαζί του βρέθηκαν κι άλλες μορφές της εποχής: τον Steve Bloomer, ίσως τον κορυφαίο Άγγλο σκόρερ της προπολεμικής περιόδου, τον Fred Pentland που αργότερα θα γράψει ιστορία ως προπονητής της Μπιλμπάο και τον Sam Wolstenholme, πρώην συμπαίκτη του στην Έβερτον και διεθνή με την Αγγλία.
Όλοι μαζί έστησαν ένα ποδόσφαιρο πίστης. Η οργάνωση ήταν εντυπωσιακή: δημιούργησαν πρωτάθλημα, χωρίστηκαν σε ομάδες με ονόματα εμπνευσμένα από την Αγγλία (Έβερτον, Τότεναμ, Νιουκάστλ κ.ά.), έφτιαξαν πρόγραμμα αγώνων και κρατούσαν βαθμολογίες. Τα παιχνίδια γίνονταν κυρίως τις Κυριακές και προσέλκυαν μεγάλο πλήθος θεατών – συγκρατούμενους που έβρισκαν στο ποδόσφαιρο μια μορφή κανονικότητας.
Οι κρατούμενοι είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν και διαιτητές, φανέλες και σημαίες, ενώ έστησαν ακόμη και “κύπελλα” και τελικούς, όπως το Ruhleben Cup. Μετά τον πόλεμο, αρκετοί από τους συμμετέχοντες μίλησαν για το Ruhleben σαν μια “μικρή πατρίδα” μέσα στην αιχμαλωσία. Η Βρετανική Βιβλιοθήκη διατηρεί σήμερα αρχεία, προγράμματα αγώνων και σημειώσεις από εκείνη την περίοδο, τεκμήρια ενός μοναδικού φαινομένου όπου το ποδόσφαιρο έγινε μορφή λύτρωσης.
Όταν ήρθε το σφύριγμα της λήξης του πολέμου, το 1918, ο Campbell γύρισε σπίτι. Δεν ξαναφόρεσε φανέλα άλλωστε είχε ήδη περάσει τα πενήντα του χρόνια μα κράτησε μέσα του την πιο σημαντική νίκη: ότι μέσα στην αιχμαλωσία δεν έχασε ποτέ την ανθρώπινη του πλευρά. Και ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να γίνει αντίσταση και ελπίδα, ακόμη και στο πιο σκληρό σκοτάδι.